- αμενηνώ
- ἀμενηνῶ (-όω) (Α) [ἀμενηνός]εξασθενίζω, αμβλύνω την ορμή ή τη δύναμη κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμενηνῶ — ἀμενηνός fleeting masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀμενηνόω weaken pres subj act 1st sg ἀμενηνόω weaken pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… … Dictionary of Greek